- πολύκμητος
- -ον, Α1. ο επεξεργασμένος με πολύ κόπο («... χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος», Ομ. Ιλ.)2. καλοδουλεμένος, επεξεργασμένος με πολλή προσοχή («...ἐπ' οὐδοῦ ἷζε πολυκμήτου θαλάμοιο», Απολλ. Ρόδ.)3. επίπονος, γεμάτος κόπο («ἐς πολέμοιο πολυκμήτοιο κυδοιμόν», Κόιντ.)4. αυτός που κοπιάζει πολύ («πολύκμητοι ἁλιῆες», Κόιντ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κμητος (< κάμνω «κουράζομαι»), πρβλ. νεό-κμητος].
Dictionary of Greek. 2013.